ξενοδόκος

ξενοδόκος
ξενοδόκος, ιων. και επικ. τ. ξεινοδόκος, ὁ (Α)
1. αυτός που δέχεται και περιποιείται τους ξένους
2. μάρτυρας σε δίκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος / ξεῖνος + -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. μηλο-δόκος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ξενοδόκος — one who receives strangers masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξενοδόκος — one who receives strangers masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ξενοδόκω — Ξενοδόκος one who receives strangers masc nom/voc/acc dual Ξενοδόκος one who receives strangers masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξενοδόκω — ξενοδόκος one who receives strangers masc nom/voc/acc dual ξενοδόκος one who receives strangers masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ξενοδόκον — Ξενοδόκος one who receives strangers masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξενοδόκον — ξενοδόκος one who receives strangers masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιδιοξενοδόκος — ἰδιοξενοδόκος, ὁ (Α) εγγυητής αλλοδαπού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + ξενοδόκος «αυτός που δέχεται ξένους»] …   Dictionary of Greek

  • ναυλοδόκος — και ναυλοδόχος, ὁ (Α) αυτός που εισπράττει ναύλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦλος / ναῦλον + δόκος / δόχος (< δέχομαι), πρβλ. ξενοδόκος / δόχος] …   Dictionary of Greek

  • ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… …   Dictionary of Greek

  • ξεινοδόκος — ξεινοδόκος, ον (Α) (ιων. και επικ. τ.) βλ. ξενοδόκος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”